προσδώσω

προσδώσω
προσδίδωμι
give
fut ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διανάσσω — και διανάττω, διανάσσω, διανάττω (Α) [νάσσω] 1. καλαφατίζω, ματζακονίζω 2. φράζω με στουπί ή πίσσα τα κενά ανάμεσα στα ξύλινα τμήματα ή σανίδες σκάφους για να τού προσδώσω στεγανότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”